- ἀχέτας
- ἀχέτας or [full] ἀχέτᾰ, [dialect] Dor. and [dialect] Att. for ἠχέτης (q. v.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αχέτας — ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α) ο ηχέτης*, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή … Dictionary of Greek
ἀχέτας — ἀχέτᾱς , ἀχέτης masc acc pl ἀχέτᾱς , ἀχέτης masc nom sg (epic doric aeolic) ἀ̱χέτᾱς , ἠχέτης clear sounding masc acc pl (doric) ἀ̱χέτᾱς , ἠχέτης clear sounding masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… … Dictionary of Greek